Όταν οι πλέον “ειδικοί” και καταρτισμένοι επιστήμονές φτάνουν σε τόσο “επιστημονικά” τετελεσμένα τότε, τι να την κάνεις την περαιτέρω και συνεχή έρευνα ,μελετη και μάθηση;!Η φυσική επιλογή συχνά αναφέρεται ως η επιβίωση του επιτηδειότερου, ή σύμφωνα με έναν πιο πρόσφατο όρο ως η αναπαραγωγική ικανότητα του επιτηδειότερου.
Πολλοί άνθρωποι βρίσκονται σε σύγχυση σε σχέση με αυτή, νομίζοντας ότι η ένδειξη για τη φυσική επιλογή, συνιστά ταυτόχρονα και απόδειξη για την άποψη πως το φάσμα της ζωής προήλθε από απλά μόρια μέσω διαρκούς εξελίξεως, χωρίς την παρέμβαση μιας ιδιοφυούς νοημοσύνης.Αυτού του είδους η προσαρμογή στο περιβάλλον, θεωρήθηκε από τον Κάρολο Δαρβίνο σαν μια διαδικασία η οποία υφίσταται απεριόριστα και είναι υπεύθυνη για μεγάλες μεταβολές στους ζωντανούς οργανισμούς. Ο Δαρβίνος βέβαια δεν γνώριζε τους μηχανισμούς της κληρονομικότητας. Δεν γνώριζε για παράδειγμα, ότι αυτό που μεταδίδει ένας οργανισμός στους απογόνους του μέσω της αναπαραγωγής, είναι βασικά ένα πακέτο πληροφοριών (γονίδια) ή αλλιώς κωδικοποιημένες εντολές.
Είναι απαραίτητο να τονίσουμε πως αυτό που κάνει η φυσική επιλογή στην πάροδο του χρόνου, είναι να «ξεφορτώνεται» τη γενετική πληροφορία. Δεν μπορεί δηλαδή να δημιουργήσει νέα γενετική πληροφορία, αλλά απλώς τροποποιεί την ήδη υπάρχουσα. Φυσικά, οι θεωρητικοί της εξέλιξης το γνωρίζουν αυτό. Ξέρουν πως πρέπει να επικαλεστούν μια άλλη διαδικασία, η οποία να μπορεί να δημιουργήσει νέα πληροφορία, έτσι όπως απαιτεί η θεωρία της εξέλιξης. Ισχυρίζονται πως κάποτε υπήρχαν ζωντανοί οργανισμοί χωρίς πνεύμονες. Αργότερα με κάποιο τρόπο εμφανίστηκε η πληροφορία για τα πνευμόνια. Εδώ είναι που εισέρχονται τα πολλα “iffy-ΑΝ” των ειδικών!!
Στα πλαίσια μιας μαζικής ανορθόλογης επανάκαμψης της θρησκείας, μετά την πτώση του υλιστικού ορθολογισμού, ο μύθος επαναεπιβεβαιώνει τη δύναμή του στη σύγχρονη επιστημονική σκέψη. Γιατί ζούμε την εποχή και των επιστημονικών μύθων, ενώ σύγχρονα το πνεύμα μας δεσμεύεται μέσα σε μια τεχνοκρατική βίωση που συντηρεί την εξηρτημένη ανία μας χωρίς να έχουμε διάθεση απαγκίστρωσης. Αυτή είναι δυστυχώς η κατάληξη του γεγονότος ότι επί σειρές δεκαετιών γενιές καθηγητών και φοιτητών οδηγήθηκαν (και οδηγούνται ακόμα) τελείως αβασάνιστα στην αποδοχή και τελικά παγίωση μιας υπόθεσης σαν αδιάψευστης επιστημονικής θεωρίας. Της θεωρίας της εξέλιξης! Συμπορεύονται οι αβασάνιστες αποδοχές των επιστημόνων με τις συναισθηματικές φορτίσεις, που οι εκλαϊκεύσεις των υποθέσεων γεννούν στην πληροφόρηση του ανίδεου και δύσμοιρου αναγνωστικού κοινού.
Σήμερα όλοι έχουμε γνώμη για τη βιολογία, τη γενετική, όπως παλιότερα για την ατομική ενέργεια, γιατί έτσι αυτοεπιβεβαιωνόμαστε σαν άνθρωποι γνώσης και μόρφωσης επί παντός επιστητού. Όταν όμως μια υπόθεση τελείως αναπόδεικτα και χωρίς κανένα δεδομένο από τις παρατηρήσεις και ιδίως κανένα επιβεβαιούμενο από το πείραμα (μιλάμε πάντα για τη μετάβαση από είδος σε είδος – αυτός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του μύθου –), παγιοποιείται με αποκλεισμό κάθε άλλης άποψης που δεν θέλει να τοποθετηθεί στο εξελικτικό – ανελικτικό πλαίσιο ερμηνείας, τότε η υπόθεση καταλήγει σε λαϊκίστικη επιστημονική προπαγάνδα. Προπαγάνδα που με δυσκολία κρύβει το ιδεολογικό βάθος του κρυπτόμενου «πνευματικού» της ολοκληρωτισμού.
Είναι πλέον σκόπιμο να επανατοποθετηθούν οι σκέψεις μας. Να ξεφύγουν από την αποστεωμένη πια αντίληψη της εξέλιξης του ενός είδους από το άλλο με τις απίθανες και άπειρες μεταλλάξεις και την προέλευση από τη φανταστική αρχική αμοιβάδα και να στραφούν στο ενδεχόμενο ύπαρξης παρόμοιου και παγκόσμιου βιολογικού μηχανισμού, που δεν αποδείχνει τις εξελικτικές υποθέσεις, αλλά προϋποθέτει μάλλον ενιαίο σχεδιαστή και κατασκευαστή.Δυστυχώς, είναι επώδυνη η διαδικασία της αμφιβολίας, που μόνο αυτή επιτρέπει στους ανθρώπους να θεωρήσουν απροκατάληπτα την πραγματικότητα, πέρα από παγιωμένες αντιλήψεις, ώστε να απελευθερωθεί η σκέψη τους, από τους καταναγκασμούς που τους επιβάλλουν οι καθιερωμένες δογματικές θέσεις της εξέλιξης – ανέλιξης. Γιατί, η επιστημονική προσέγγιση των πραγμάτων πρέπει να θέλει να είναι ελεύθερη από προκαταλήψεις και να διαπνέεται από την ετοιμότητα της αμφισβήτησης….
Όσον αφορά τη θέση μας ως πιστών του Ιησού Χριστού της Βίβλου, αυτή είναι ανάλογη με εκείνη του Αυγουστίνου, του Γαλιλαίου κ.α. που δεχόντουσαν ότι ο Θεός έγραψε δυο μεγάλα βιβλία: τη Βίβλο που είναι το ταμιευτήριο ή η αποθήκη του λόγου του, και το βιβλίο της φύσης, που είναι ο εκτελεστής της βούλησής του. Το βιβλίο της φύσης – το σύμπαν – στέκει αιώνια ανοιχτό μπροστά στα μάτια μας, γραμμένα στη μαθηματική γλώσσα, που πρέπει συνεχώς να κατανοούμε, και να διατυπώνουμε τα πορίσματα των μελετών μας σε φυσικές θεωρίες (που αυτές μόνο εξελίσσονται) ενώ η Βίβλος έχει γραφεί σε μεγάλο μέρος της σε συμβολική γλώσσα, και οι αναφορές της δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται σαν επιστημονικές αποδείξεις, με περιεχόμενο να μας υποδείξει «το ηθικό μας πεπρωμένο» μπροστά στην αιωνιότητα.
Τώρα, εάν το δημιούργημα πεισματικά αρνείται την επανασύνδεσή του με τον Δημιουργό του με το να αναπτύσσει συνεχώς επιστημονικές φαντασιώσεις, δεν μπορεί να αποφύγει τον ενδόμυχο σκόπελο της προσωπικής ευθύνης. Απλά η συνεχής καθήλωση της σκέψης – πίστης στον ανελικτικό μύθο καταγωγής μας από σκουλήκια, δικαιώνει το γραφικό «…ο άνθρωπος, ο εν τιμή, δεν διαμένει, ωμοιώθη με τα κτήνη τα φθειρόμενα» (Ψαλμός 49:12). Ἀφοῦ καί αὐτή εἶναι μιά θεωρία πού ἐξηγεῖ μέχρι ἑνός σημείου τόν κόσμο μας καί μάλιστα σέ πολλές περιπτώσεις “καλύτερα” δέν βλέπω τό λόγο γιατί νά μήν τή υἱοθετήσετε, ἐγκαταλείποντας βέβαια αὐτήν τῆς Ἐξέλιξης, μιᾶς καί τόσα χρόνια το “χαμένο κρίκο” δέν τόν βρήκατε. Τουλάχιστον δέν θά εἶστε ἐντελῶς “ἐκτός τόπου καί χρόνου” ἀλλά λίγο πιό κοντά στήν ἀλήθεια ἀπό ὅτι πρίν. Θά ἀναγνωρίζετε ὅτι ὑπάρχει Δημιουργός, Παντογνώστης, Πανταχοῦ Παρών καί Παντοδύναμος πού δέν θά ἔχει ἀνάγκη “ἐργαλεῖα”, ὅπως αὐτό τῆς Ἐξέλιξης γιά νά διαμορφώσει τόν κόσμο..