Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο. Ω, πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της Ζωής!
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους.
Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη…Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας. Η αγάπη είναι η κραυγή της αυγής.Η αγάπη είναι ο ύμνος της νύχτας.
“Κι αν δεν μπορείς λοιπόν να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις /μες την πολλή συνάφεια του κόσμου,Μες στες πολλές κινήσεις και ομιλίες. “
Πώς γίνεται οι άλλοι να ορίζουν λίγο-λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουν κι εμείς να το δεχόμαστε;
Κλείνω τα μάτια μου κι όλος ο κόσμος πέφτει νεκρός.Ανοίγω τα βλέφαρά μου, και ξαναγεννιέται.
Τ’ ανδρειωμένου η ψυχή, του φοβερού του κλέφτημε τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ’ απαντιέται,αδελφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε…
Εμείς δεν ξέρουμε τι είναι η ομίχλη. Εμείς που λες όλα τα φτιάχνουμε στο φως. Τα ‘δωσα όλα στον ήλιο. Όλα.Όλα εκτός από τη σκιά μου. Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν᾿ αντικρίσετε τον ήλιο.Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν᾿ αντικρίσετε τον άνθρωπο. Ο ήλιος σκάει μέσα μας κι εμείς κρατάμε την παλάμη στο στόμα έντρομοι. Ξαναβρέθηκε!
Ποια; – Η Αιωνιότητα. Είναι η θάλασσα που σμίγει Με τον ήλιο. Φέρτε μου τη θάλασσα να την προσκυνήσω,φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.Να δεις τον Κόσμο σε έναν κόκκο άμμου,και τον Ουρανό σ’ ένα αγριολούλουδο,να κρατήσεις το Άπειρο στην παλάμη σου .και την Αιωνιότητα σε μια ώρα.
“Χαμογελάμε κατά μέσα. Αυτό το χαμόγελο, το κρύβουμε τώρα. Παράνομο χαμόγελο, όπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος, παράνομη και η αλήθεια. Κρύβουμε το χαμόγελο, όπως κρύβουμε στην τσέπη μας, τη φωτογραφία της αγαπημένης μας, όπως κρύβουμε την ιδέα της λευτεριάς, ανάμεσα στα δυο φύλλα της καρδιάς μας. Όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό και το ίδιο χαμόγελο. Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο, κι αυτόν τον ουρανό, δεν μπορούν να μας τα πάρουν.”
Μακριά, μέσα στ’ απώτατα βάθη του Αμνού, ο πόλεμος συνεχίζεται. Να μην πεθάνεις από τίποτα άλλο παρά μόνο από μανία για να ζήσεις. Αν είναι να πεθάνεις πέθανε,αλλά κοίτα να γίνεις ο πρώτος πετεινός μέσα στον Άδη.
Ο Θεός έχει όλο τον ουρανό αλλά λαχταράει τη γη.
Εγώ λοιπόν Κάνω κύκλους γύρω απ’ τον Θεό, τον πανάρχαιο τούτο πύργο,χιλιάδες χρόνια τώρα γυρίζω –κι ακόμα δεν ξέρω αν είμαι γεράκι ή καταιγίδα ή ένα ατέλειωτο τραγούδι.
Τι θ’ απογίνεις, όμως Θεέ μου, αν πεθάνω ;Εγώ είμαι το κανάτι σου (αν σπάσω;)
Εγώ είμαι το ποτό σου (αν πικράνω;)
Εγώ είμαι το έργο σου και το ένδυμά σου,μαζί μου θα χαθεί το νόημά σου.
Είμαι σαν το Θεό και ο Θεός σαν κι εμένα .
Είμαι τόσο μεγάλος όσο ο Θεός.
Είναι τόσο μικρός όσο εγώ.Δεν μπορεί πάνω από εμένα ούτε εγώ κάτω από Αυτόν να σταθώ…
Χαίρω και αγάλλομαι που μέχρι τούδε λοιπόν δεν έζησα ματαίως αλλά με Εκείνον και το Πάθος Του για μένα σε τούτη την Ζωή!
Κων/νος Ν. Μούρούτης